φασσοφονος

φασσοφονος
    φασσοφόνος
    φασσο-φόνος
    ὅ убивающий голубей
    

ἴρηξ φ. Hom., Arst. — ястреб-голубятник


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φασσοφονος" в других словарях:

  • φασσοφόνος — dove killing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασσοφόνος — ον, Α 1. (ως επίθ. γερα κιού) αυτός που σκοτώνει φάσσες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φασσοφόνος είδος γερα κιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + φόνος (< φόνος), πρβλ. μηλο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • φασσοφόνον — φασσοφόνος dove killing masc/fem acc sg φασσοφόνος dove killing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασσοφόνῳ — φασσοφόνος dove killing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασσοφόντης — ὁ, Α φασσοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»